- ακρεμονικός
- ἀκρεμονικός, -ή, -ὸν (Α) [ἀκρέμων]αυτός που έχει ακρεμόνας, διακλαδώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρεμονικαῖς — ἀκρεμονικός branching fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρεμονικοί — ἀκρεμονικός branching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρεμών — ἀκρεμὼν ( όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων) μσν. (για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης) αρχ. 1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά 2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι 3. (γενικότερα) το άκρο «κεράων ὰκρεμόνες… … Dictionary of Greek
ἀκρεμονικάς — ἀκρεμονικά̱ς , ἀκρεμονικός branching fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)